χιονοδρόμος

χιονοδρόμος
ο лыжник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χιονοδρόμος" в других словарях:

  • χιονοδρόμος — ο, η, Ν αθλητής που ασκεί το άθλημα τής χιονοδρομίας ή άτομο που μετακινείται πάνω στο χιόνι χρησιμοποιώντας τα ειδικά χιονοπέδιλα, κν. σκιέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. μαραθωνο δρόμος, ποδηλατο δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • χιονοδρόμος — ο αυτός που κάνει χιονοδρομίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιέρ — ο, η, Ν άκλ. αθλητής τού σκι, χιονοδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. skieur (βλ. λ. σκι)] …   Dictionary of Greek

  • χιονοδρομία — Άθλημα. Bλ. λ. σκι. * * * η, Ν (αθλ.) ψυχαγωγική ασχολία, άθλημα και μέθοδος μετακίνησης που αξιοποιούν την κίνηση πάνω στο χιόνι με τη χρήση ζεύγους επίπεδων επιμηκών πεδίλων, τών χιονοπεδίλων, τα οποία συνδέονται στα υποδήματα τού χιονοδρόμου,… …   Dictionary of Greek

  • χιονοδρομικός — ή, ό, Ν [χιονοδρόμος ή χιονοδρομία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χιονοδρομία ή στον χιονόδρομο («χιονοδρομικό κέντρο») …   Dictionary of Greek

  • χιονοδρόμιο — το, Ν [χιονοδρόμος] χώρος κατάλληλος για χιονοδρομίες, πίστα χιονοδρομιών, χιονοδρομικό κέντρο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»